- ευκολοχώνευτος
- η , ο[ν] удобоваримый, легко перевариваемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευκολοχώνευτος — η, ο (Μ εὐκολοχώνευτος, ον) αυτός που χωνεύεται εύκολα, ο εύπεπτος νεοελλ. μτφ. αυτός τον οποίο συμπαθεί ή κατανοεί κάποιος εύκολα («η φιλοσοφία δεν είναι ευκολοχώνευτη») … Dictionary of Greek
διαχωρητός — ή, ό (ν) 1. αυτός που μπορεί να διεισδύσει, να διαπεράσει 2. (για τροφές) ευκολοχώνευτος, ευκοίλιος 3. το ουδ. ως ουσ. το διαχωρητό ιδιότητα υποθετικής ουσίας που μπορεί να διεισδύσει μέσα στα μόρια τής ύλης … Dictionary of Greek
ευανάδοτος — εὐανάδοτος, ον (Α) ο εύπεπτος, ο ευκολοχώνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά δοτος (< ανα δίδωμι)] … Dictionary of Greek
ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… … Dictionary of Greek
ευμετάβλητος — η, ο (ΑΜ εὐμετάβλητος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται εύκολα, μεταβλητός, ασταθής 2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβλητο(ν) η ευμεταβλησία (α. «το ευμετάβλητο τού χαρακτήρα» β. «τῆς τύχης τὸ εὐμετάβλητον», Αίσωπ.) αρχ. (για τροφή)… … Dictionary of Greek
ευοικονόμητος — εὐοικονόμητος, ον (ΑΜ) εύπεπτος, ευκολοχώνευτος αρχ. τακτοποιημένος καλά. επίρρ... εὐοικονομήτως (Α) με τάξη, καλά τακτοποιημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οικονομώ] … Dictionary of Greek
ευχώνευτος — η, ο (για τροφές) ευκολοχώνευτος, εύπεπτος … Dictionary of Greek
εύπεπτος — η, ο (Α εὔπεπτος, ον) (για τροφές) χωνευτικός, ευκολοχώνευτος αρχ. 1. αυτός που έχει καλή χώνευση, που χωνεύει εύκολα 2. (για χυμούς) αυτός που στίβεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεπτος (< πέσσω «ωριμάζω, χωνεύω»), πρβλ. δύσ πεπτος] … Dictionary of Greek
εύφθαρτος — η, ο (ΑΜ εὔφθαρτος, ον) αυτός που φθείρεται εύκολα («ὡς ὀλιγοχρόνιόν ἐστι καὶ λίαν εὔφθαρτον τὸ φῡλον αὐτῶν ὑπομένωσι», Πολ.) αρχ. 1. αυτός που διαφθείρεται εύκολα 2. εύπεπτος, ευκολοχώνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φθαρτός (< φθείρω)] … Dictionary of Greek
καλοστόμαχος — η, ο 1. αυτός που έχει γερό στομάχι, που χωνεύει καλά ό,τι και αν φάει 2. (για τροφές και ποτά) εύπεπτος, καλοχώνευτος, ευκολοχώνευτος, ελαφρός 3. μτφ. ανεκτικός, συγκαταβατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στόμαχος / στομάχι] … Dictionary of Greek
ταχύπεπτος — ον, Μ εύπεπτος, ευκολοχώνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πεπτός (< πέσσω «μαγειρεύω, χωνεύω»), πρβλ. βραδύ πεπτος] … Dictionary of Greek